Home Η Ικαρία ΠαντουΙκαριώτες Ο γιορτασμός των 200 χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και η μεταρρύθμιση στην Εκπαίδευση που δεν έγινε! (Β΄ Μέρος)

Ο γιορτασμός των 200 χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και η μεταρρύθμιση στην Εκπαίδευση που δεν έγινε! (Β΄ Μέρος)

by ikariaki.gr
24 views

Table of Contents

Διαβάστε το Α’μέρος

«Χρωστάμε σ’ όσους ήρθαν, πέρασαν,
θα ’ρθουν, θα περάσουν.
Κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι, οι νεκροί»

(Κ. Παλαμάς)

Η δεκαετία 1940-1950 και η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1959

Στη δεκαετία του 1940, η εκπαίδευση, όπως και όλοι οι τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, όπως ήταν αναμενόμενο υπολειτούργησε, αρχικά εξαιτίας της γερμανικής κατοχής. Τα σχολικά κτίρια είχαν καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς ή είχαν καταληφθεί από τους κατακτητές και το διδακτικό προσωπικό παρουσίαζε τεράστιες ελλείψεις1. Χαρακτηριστικά, το σχολικό έτος 1940-1941 διήρκεσε μόλις τρεις μήνες, ενώ το σχολικό έτος 1941-1942 μόλις 20 μέρες2.

Στη διάρκεια της κατοχής η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (Π.Ε.Ε.Α) οργανώνει την εκπαίδευση στις ελευθερωμένες περιοχές με κέντρο την Ευρυτανία. Το καλοκαίρι του 1944 παρουσιάζει το εκπαιδευτικό της πρόγραμμα, το οποίο προϋποθέτει τη δομή μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης. Ακολουθεί ο εμφύλιος πόλεμος. Η εμπλοκή της Αγγλίας και στη συνέχεια της Αμερικής είναι καθοριστικές για την ήττα του ΕΑΜ και έτσι ακυρώνεται και κάθε δυνατότητα εφαρμογής των προτάσεων για την εκπαίδευση, που διαμόρφωσε η Π.Ε.Ε.Α. Προτάσεις που διαμορφώθηκαν από Παιδαγωγούς, όπως ο Δ. Γληνός, ο Μ. Παπαμαύρος, η Ρ. Ιμβριώτη, ο Δ. Σωτηρίου, κά, οι οποίοι είχαν συμβάλλει ενεργά στη διαμόρφωση των μεταρρυθμίσεων του 1913, του 1917 και του 1929.

Μετά την απελευθέρωση από τη γερμανική κατοχή γίνεται προσπάθεια στοιχειώδους ανασυγκρότησης του εκπαιδευτικού συστήματος. Ακόμα και σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες η μάχη για τον δημοτικισμό δεν σταματά. Αντίθετα οι συντηρητικοί επανέρχονται μαχητικά και είναι γνωστή η «Δίκη των Τόνων», όπου ο Καθηγητής Ιωάννης Κακριδής οδηγείται στο Πειθαρχικό και απολύεται προσωρινά, επειδή έγραψε τις μελέτες του στη δημοτική, καταργώντας τόνους και πνεύματα3.

Στην επόμενη δεκαετία, το 1956 ιδρύεται η Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ), προσωποπαγές κόμμα του Κ. Καραμανλή, ο οποίος κερδίζει τις εκλογές το 1956, το 1958 και το 1961. Το 1957 η Κυβέρνηση Καραμανλή συγκροτεί «Επιτροπή Παιδείας» με σκοπό να μελετήσει τα προβλήματα της παιδείας και να διατυπώσει προτάσεις στη Βουλή για τη χάραξη εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής. Η επιτροπή καταλήγει στα πορίσματά της ότι η εκπαιδευτική πολιτική πρέπει να συνδέεται με την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και τις απαιτήσεις της κοινωνίας και προτείνει την παράλληλη διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας με την καθαρεύουσα4. Στο πλαίσιο αυτών των πορισμάτων διαμορφώνεται η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1959.

Το πιο σημαντικό σημείο της Μεταρρύθμισης του 1959 είναι η ψήφιση του Ν. 3971/59 για την οργάνωση της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Η φιλοσοφία της μεταρρύθμισης εκφράζεται στα λόγια του Πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή: «Διαπίστωσα ότι η ελληνική κοινωνία στερείται ενός ικανού αριθμού τεχνικών στελεχών στους διάφορους τομείς της οικονομίας….. Η Ελλάς ευρίσκεται κατά την παρούσα περίοδον εις το στάδιον της εντατικής τεχνικής και οικονομικής αναπτύξεως εις τους παραγωγικούς τομείς……Ανακύπτει, άρα, το αίτημα να στραφή η Εθνική Παιδεία συστηματικότερον, παρ΄ ότι μέχρι τούδε εγένετο, προς τον τεχνικο-οικονομικόν τομέα5..».

Η Μεταρρύθμιση του 1959 προσπάθησε να αποκαταστήσει την τεχνική -επαγγελματική εκπαίδευση στην Ελλάδα. Ιδρύθηκαν επαγγελματικές σχολές, κατώτερες, μέσες και ανώτερες. Στα Γυμνάσια ιδρύθηκαν τμήματα κλασικής και πρακτικής κατεύθυνσης, όπως: τεχνική, αγροτική, οικονομική, ναυτική, ξένων γλωσσών και οικιακής οικονομίας εκπαίδευση. Αλλά και αυτή τη φορά η προσπάθεια απέτυχε. Οι μαθητές δεν προσήλθαν στις τάξεις αυτές, προτίμησαν την κλασική κατεύθυνση. Αυτό που δεν πέτυχε με τη Μεταρρύθμιση του 1929 η Κυβέρνηση Βενιζέλου, εξαιτίας της μεγάλης αντίδρασης των συντηρητικών κομμάτων που υποστήριζαν τη γενική εκπαίδευση, δεν περνάει και τώρα από μία δεξιά Κυβέρνηση, εξαιτίας της στάσης των γονέων, που επιμένουν να στέλνουν τα παιδιά τους στο γενικό σχολείο, επειδή έτσι εξασφαλίζεται η πρόσβασή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και άρα η απασχόλησή τους μετέπειτα στον τριτογενή τομέα της οικονομίας (δημόσιο, κά).

Η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1964

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η εκπαίδευση αποτελεί ξανά έναν από τους βασικούς άξονες των αγώνων, που ξεσπούν με στόχο την εκπλήρωση ώριμων πολιτικών και κοινωνικών αιτημάτων μιας κοινωνίας, που είχε περάσει «δια πυρός και σιδήρου». Οι μαχητικές φοιτητικές διαδηλώσεις, που ξεκίνησαν το 1962 με αφορμή τις εξαγγελίες της Κυβέρνησης Καραμανλή για 30% αύξηση των εισακτέων στα μοναδικά 2 ΑΕΙ της χώρας (χωρίς την εξασφάλιση πόρων), και με κύρια συνθήματα «114», «15% για την παιδεία», «προίκα στην παιδεία», «προίκα στην παιδεία και όχι στη Σοφία», συνέβαλαν στην πολιτική αλλαγή του 1963.

Στις εκλογές του 1963 κερδίζει τις εκλογές η Ένωση Κέντρου. Πρωθυπουργός ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος είχε διατελέσει Υπουργός Παιδείας στην τελευταία Κυβέρνηση Βενιζέλου. Υπουργός Παιδείας και εμπνευστής της μεταρρύθμισης ο Ευάγγελος Παπανούτσος, ο οποίος μίλησε για τον «ιδανικό άνθρωπο», τον οποίο επιθυμούσε να πλάσουν τα σχολεία: «Οι άνθρωποι μόνο με τη γνώση μπορούν να ελευθερωθούν από τα είδωλα του ψεύδους και με το χαρακτήρα τους να νικήσουν τις δυσκολίες της ζωής6».

Η νέα Κυβέρνηση, αξιοποιώντας μέτρα των προηγούμενων μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, διαμορφώνει τη δική της μεταρρυθμιστική πρόταση, την οποία φέρνει στη Βουλή, μετά από περίπου έναν χρόνο. Το πρώτο μέρος της μεταρρύθμισης ψηφίστηκε στη Βουλή το 1964, παρά τις έντονες αντιδράσεις της ΕΡΕ.

Η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1964 άρχισε με τον Ν. 4379 /1964, που εισήγαγε την τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση με τη θεσμοθέτηση ενός πολυεπίπεδου δικτύου σχολείων, που περιλάμβανε τεχνικό γυμνάσιο, τεχνικοεπαγγελματικό λύκειο, σχολές εξειδίκευσης τεχνικών, σχολές υπομηχανικών, κά, με στόχο οι απόφοιτοι να ενισχύσουν την παραγωγή με διάφορες αναγκαίες ειδικότητες. Η εισηγητική έκθεση του Ν. «Περί Τεχνικής Εκπαιδεύσεως» στη Βουλή τονίζει ότι «η οικονομική ανάπτυξη της χώρας εξαρτάται από την τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευσης και γι΄ αυτό θα πρέπει να επιδιωχθεί η στροφή των νέων προς τα τεχνικά επαγγέλματα7».

Η Μεταρρύθμιση του 1964 προέβλεπε, ακόμα, μεταξύ των άλλων: Δωρεάν Παιδεία σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Βαθμιαία επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης από 6 σε 9 χρόνια, δηλαδή μέχρι το 15ο έτος της ηλικίας των μαθητών. Αναγνώριση της δημοτικής γλώσσας ως ισότιμης με την καθαρεύουσα τόσο στη διδασκαλία όσο και στα σχολικά εγχειρίδια. Ίδρυση νέων Πανεπιστημιακών Σχολών, Ίδρυση Παιδαγωγικού Ινστιτούτου για τη συστηματική έρευνα στα προβλήματα της εκπαίδευσης, κά.

Με την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1964 επαναλαμβάνεται, μετά το 1917 και το 1929, ακόμα μια προσπάθεια να υλοποιηθούν οι στόχοι του Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού και μια προσπάθεια να εξαλειφθεί το βαυαρικό πνεύμα από την Νεοελληνική Εκπαίδευση8. Οι αντιδράσεις όμως είναι μεγάλες, όχι μόνο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά και από τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, από την «Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων», από την ΟΛΜΕ, κλπ. Τα κύρια σημεία της κριτικής ήταν ότι η μεταρρύθμιση υπονομεύει τα θεμέλια του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, κυρίως λόγω της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από μετάφραση, την κατάργηση των λατινικών στο Γυμνάσιο, κ.ά.

Το παιχνίδι των μεταρρυθμίσεων και αντιμεταρρυθμίσεων ξαναγράφει και αυτήν τη φορά την ιστορία9μέχρι που η Μεταρρύθμιση του 1964 καταργείται από τη δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974) για να οδηγηθεί πάλι η εκπαίδευση στην πριν του 1963 νομοθεσία.

Η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1976

Η δικτατορία του 1967 πέφτει το 1974, διεξάγονται εκλογές και Κυβέρνηση σχηματίζει ο Κ. Καραμανλής, ο οποίος είχε κληθεί από το Παρίσι για να επαναφέρει τη χώρα στη νομιμότητα. Στη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου το αίτημα για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση επανέρχεται εκ νέου στο προσκήνιο. Μετά από μια διαδικασία συσκέψεων, στις οποίες προεδρεύει ο Πρωθυπουργός, στη Βουλή ψηφίζονται δύο νομοσχέδια. Το πρώτο για την οργάνωση της γενικής εκπαίδευση (Ν. 309/76) και το δεύτερο για την οργάνωση της δευτεροβάθμιας, της ανώτερης και της τεχνικής -επαγγελματικής εκπαίδευσης (Ν. 576/77).

Τα κυριότερα σημεία της ήταν: Η δημοτική γλώσσα καθιερώνεται ως η επίσημη γλώσσα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Από το 1980 η φοίτηση γίνεται υποχρεωτική και επεκτείνεται από έξι σε εννέα χρόνια. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση διαιρείται σε δύο κύκλους: Το γυμνάσιο 3 χρόνια (υποχρεωτικό/καταργούνται οι εξετάσεις εισαγωγής) και το Λύκειο επίσης 3 χρόνια. Τα περισσότερα σχολεία προσανατολίζονται στην τεχνικο-επαγγελματική εκπαίδευση. Το εποπτικό προσωπικό της Μ.Ε. αποτελούν οι γενικοί επιθεωρητές και οι επόπτες. Ορίζονται τα περιφερειακά και πειθαρχικά συμβούλια, κά.

Σε αυτήν τη Μεταρρύθμιση μπορεί κανείς να επισημάνει το παράδοξο: ότι δηλαδή ένα συντηρητικό κόμμα φέρνει στη Βουλή για ψήφιση μέτρα μιας μεταρρύθμισης, που στο παρελθόν τα είχε πολεμήσει. Όπως γράφει ο Α. Βουγιούκας, μετά το 1974 αναβίωσε η Μεταρρύθμιση του 1964, βγαλμένη από το πρόγραμμα του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, με μέτρα όπως η εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας σε όλες τις βαθμίδες (καθιερώνεται η Γραμματική του Μ. Τριανταφυλλίδη), η υποχρεωτική εκπαίδευση, ο τρόπος διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από μετάφραση, η αύξηση των ωρών των Νέων Ελληνικών10. Στην ίδια κατεύθυνση, η Μ. Ηλιού επισημαίνει: «Φαίνεται σαν ειρωνεία της Ιστορίας το γεγονός ότι η δεξιά παράταξη εμφανίστηκε να προτείνει τα μεταρρυθμιστικά μέτρα, που τόσο λυσσαλέα είχε πολεμήσει μια δεκαετία πριν11».

Η μεταρρύθμιση του 1976 υποστηρίχθηκε από δυνάμεις διαφορετικές και αντιμαχόμενες12. Ήταν όμως σαν να μην πίστευε κανείς σε αυτήν. Ο εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος, που ήταν ο βασικός στόχος της μεταρρύθμισης δεν επιτεύχθηκε. Αντίθετα, ο συγκεντρωτισμός του ενισχύθηκε.

Οι εξαγγελλίες για την Τεχνική Εκπαίδευση δεν είχαν υποστήριξη και άρα πιθανότητα επιτυχίας και έμειναν πάλι στο επίπεδο των προθέσεων. Και βέβαια δεν δόθηκαν οι δαπάνες, που απαιτούνταν, με αποτέλεσμα το κύρος της γενικής εκπαίδευσης να μεγαλώνει έτσι και αλλιώς. Άλλωστε, ο εισηγητής της πλειοψηφίας στη Βουλή είχε αποκαλύψει (χωρίς να το θέλει;) ότι: «οι ακολουθούντες την τεχνικήν και επαγγελματικήν εκπαίδευσιν, να μπορούν από την κατωτέρα επαγγελματική εκπαίδευση, για ψυχολογικούς λόγους (sic!) να φοιτήσουν εις τη μέση επαγγελματικήν σχολήν για να νομίζουν (sic!) ότι ακολουθούν μέσην επαγγελματικήν σχολήν13». Έτσι η προσπάθεια αποκατάστασης της τεχνικής εκπαίδευσης δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί, να γίνει πειστική, αφού και οι εισηγητές της φαίνεται ότι δεν την πίστευαν.

Η Μεταρρύθμιση του 1976 «ήταν ένας μακρινός απόηχος της μεταρρύθμισης του 1964, για την οποία δεν υπήρξε σχέδιο, προετοιμασία έρευνα, εκτίμηση των αναγκών τεκμηριωμένη αντιπαράθεση απόψεων. Δεν υπήρξε καθορισμός των στόχων, των σκοπών και των κατευθύνσεων του σχεδίου που τόσο εύκολα έγινε νόμος…. Έτσι αναγκαία αλλά καθυστερημένη η μεταρρύθμιση του 1976 αποτέλεσε ένα «γερασμένο νεογέννητο»»14.

Η αποτίμηση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1976 δεν είναι θετική, κυρίως, ως προς την αποτίμηση των στόχων, που τέθηκαν από την ίδια. Πραγματικά, είναι γεγονός ότι καμιά πολιτική ή κοινωνική δύναμη δεν την υποστήριξε, ούτε καν το πολιτικό κόμμα που την εισηγήθηκε και που στο παρελθόν είχε υποστηρίξει τα ακριβώς αντίθετα. Αποδεικνύεται έτσι ότι για να επιτύχει μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση πρέπει να αναπηδήσει μέσα σε ένα πλαίσιο μιας κοινωνικής δυναμικής και όχι σε ένα πλαίσιο κοινωνικής αδράνειας.

Η περίοδος 1981-έως σήμερα και ο Νόμος 1566/85

Το 1981 έρχεται στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ, το οποίο δεν εξαγγέλλει με τον όρο Μεταρρύθμιση τις αλλαγές, που έχει προαναγγείλει στην εκπαίδευση. Αρχικά, με προεδρικά διατάγματα συμπληρώνει τη Μεταρρύθμιση του 1976. Με το ΠΔ 2771/82 καθιερώνεται το μονοτονικό σύστημα. Με δύο νόμους (1232 & 1304) καταργείται ο θεσμός των επιθεωρητών, θεσμός ελέγχου και αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Τη θέση τους θα πάρουν οι Σχολικοί Σύμβουλοι. Το 1983 επίσης καταργήθηκαν οι εξετάσεις από το Γυμνάσιο στο Λύκειο και τροποποιήθηκε το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ.

Το 1985, στη δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, ψηφίζεται ο Ν. 1566, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως Καταστατικός Νόμος για την Εκπαίδευση. Οι κύριοι άξονες πάνω στους οποίους στηρίζεται ο νέος νόμος είναι: -Η καθιέρωση της 9χρονης Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης. -Η Οργάνωση της Διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος (ίδρυση των Ενιαίων Πολυκλαδικών Λυκείων, ίδρυση Τεχνικών Επαγγελματικών Σχολών, ρύθμιση της οργανικότητας των σχολείων, ….). – Η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και η επαναλειτουργία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου). -Η Λαϊκή Συμμετοχή με τη συμμετοχή εκπροσώπων των Δήμων, των Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων κλπ. -Η οργάνωση της Ειδικής Αγωγής. -Η οργάνωση των ΑΕΙ, κά.

Ο Νόμος 1566/85 είναι σε ισχύ και σήμερα ως Καταστατικός Χάρτης της Εκπαίδευσης περίπου 35 χρόνια μετά την ψήφισή του. Οι επόμενες κυβερνήσεις διαχειρίστηκαν τα εκπαιδευτικά πράγματα με προεδρικά διατάγματα και εγκυκλίους, αλλά πάντοτε με αναφορά στον βασικό νόμο. Δεν υπήρξε άλλη αλλαγή ονομαζόμενη ως Μεταρρύθμιση, γιατί προφανώς δεν δημιουργήθηκε εκείνη η κοινωνική δυναμική, η οποία θα κατοχύρωνε ουσιαστικές αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα. Έτσι ο Ν. 1566/85 έχει γίνει ένα «παζλ», όπου η κάθε κυβέρνηση βάζει ή βγάζει κομμάτια του κατά περίπτωση, έτσι ώστε να μην αναγνωρίζεται πια μια καθαρή εικόνα του εκπαιδευτικού μας συστήματος.

Επιλεγόμενα

Φθάνουμε λοιπόν στο σήμερα με το ερώτημα: ΠΟΙΑ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ; Η Μεταρρύθμιση που δεν έγινε είναι η αστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Π.Ε.Ε.Α δεν μπορούσε βέβαια να υλοποιηθεί στη μεταπολεμική περίοδο. Το ΕΑΜ είχε δώσει τη μάχη του και την είχε χάσει. Δεν έγινε λοιπόν η μεταρρύθμιση που επιχείρησαν φιλελεύθερες αστικές δυνάμεις της χώρας διαχρονικά με στόχο τον εξισωτισμό του δημόσιου σχολείου, δηλαδή: Η Εκπαίδευση είναι δικαίωμα όλων ανεξάρτητα από την κοινωνική τους καταγωγή. Η Ισότητα Ευκαιριών όμως αφορά μόνο την πρόσβαση στο σχολείο. Από εκεί και πέρα ο καθένας είναι υπεύθυνος για τη φοίτησή του και η αποτυχία βαρύνει αποκλειστικά τον ίδιον.

Στο ερώτημα «γιατί η μεταρρύθμιση δεν έγινε» οι ερμηνείες είναι πολλές και διαφορετικές, κυρίως, από τους ιστορικούς της εκπαίδευσης. Σύμφωνα, με τον Α. Δημαρά, οι μηχανισμοί της αντιμεταρρύθμισης είναι τέσσερις: ο αποπροσανατολισμός, η παραδοχή με ταυτόχρονη επιχειρηματολογία αναστολής τους, η εγκατάλειψη και η υπονόμευσή τους από τις συντηρητικές δυνάμεις15. Η συστράτευση των συντηρητικών δυνάμεων ήταν πάντα πίσω από την κατεδάφιση της κάθε φοράς επιχειρούμενης μεταρρύθμισης, όπως γράφει η Α. Φραγκουδάκη και κάθε φορά άλλοι λόγοι εμποδίζουν την ψήφιση ή την εφαρμογή των αλλαγών. Άλλοι λόγοι εμπόδισαν την εφαρμογή του 1913 και άλλοι λόγοι την κατεδάφιση της μεταρρύθμισης του 1964…….., επειδή άλλη είναι η σύσταση της αντίδρασης στις αρχές του αιώνα και άλλη το 1929 ή το 1964, όπως και άλλη είναι η πολιτική και η ιδεολογική λειτουργία των φιλελεύθερων διανοούμενων στις αρχές του αιώνα και άλλη τα μετέπειτα χρόνια16.

Έχει πολύ ενδιαφέρον η μελέτη των μηχανισμών αντιμεταρρύθμισης σε μια χώρα που δεν γνώρισε και τίποτε άλλο, τουλάχιστον σε διάρκεια. Όπως είδαμε το «παιχνίδι» των μεταρρυθμίσεων και αντιμεταρρυθμίσεων γράφει και ξαναγράφει την ιστορία της εκπαίδευσης στην Ελλάδα.

Ίσως όμως έχει περισσότερο ενδιαφέρον το σήμερα της εκπαίδευσης σε μια περίοδο που μεγάλες αλλαγές συντελούνται διεθνώς. Η μελέτη της ιστορικής εξέλιξης του εκπαιδευτικού συστήματος είναι πολύτιμη για να κατανοήσουμε και όλα τα κενά, τα προβλήματα, τις δυσλειτουργίες, που βιώνουμε σήμερα ως εκπαιδευτικοί και πολίτες, απότοκα του παρελθόντος μας.

Σήμερα, στο πεδίο της εκπαίδευσης οι αλλαγές, κυρίως, λόγω της εξέλιξης των νέων τεχνολογιών είναι και θα είναι ραγδαίες. Η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση, που στην εκπαίδευση μεταφράζεται ως η «Εκπαίδευση 4.0» απαιτεί ένα σχολείο προσαρμοσμένο στην τεχνολογία, στην τεχνητή νοημοσύνη και στη ρομποτική. Ταυτόχρονα όμως βαθαίνει το ονομαζόμενο ψηφιακό χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που έχουν πρόσβαση στα πιο εξελιγμένα ψηφιακά εργαλεία και σε αυτούς που δεν έχουν. Δημιουργούνται έτσι ΝΕΕΣ εκπαιδευτικές ανισότητες πιο ουσιαστικές και πιο οδυνηρές για τα άτομα από τις προηγούμενες. Ο αποκλεισμός μεγάλων μη ευνοημένων ομάδων θα έχει απρόβλεπτα αποτελέσματα.

Παιδαγωγοί, όπως ο Seymour Papert, μας έχουν επισημάνει ότι οι μεγάλες αλλαγές θα έρθουν τώρα στην εκπαίδευση όχι από τους εκπαιδευτικούς ή τους γονείς ή άλλες κοινωνικές ομάδες, αλλά από τους ίδιους τους ΜΑΘΗΤΕΣ. Από τους μαθητές που βιώνουν μεγάλη απόσταση από την προσφερόμενη σχολική γνώση, που δεν κινητοποιούνται για πλήρη συμμετοχή στη μαθησιακή διαδικασία, εξαιτίας της μη αξιοποίησης ενεργητικών, συμμετοχικών, τεχνικών διδασκαλίας, που δεν αποκτούν ικανότητες δημιουργικής και κριτικής σκέψης, ώστε να διαχειριστούν κατάλληλα τον τεράστιο όγκο των πληροφοριών, που τους προσφέρει το διαδίκτυο, κά. Το σχολείο, υποστηρίζει ο S. Papert, πρόκειται να μπει σε περίοδο μεγάλων κλυδωνισμών, όπου θα αμφισβητηθεί ακόμα και η συνέχεια της ύπαρξής του17.

Στη χώρα μας το εκπαιδευτικό σύστημα εκτός από την αντιμετώπιση των νέων ζητημάτων έχει να επιλύσει και παλιά χρόνια ζητήματα και δυσλειτουργίες, όπως:

  • Μια Μεταρρύθμιση που θα ξεκινά από το Νηπιαγωγείο και το Δημοτικό Σχολείο για να θέσει εκεί τις βάσεις και να φθάσει στη συνέχεια στο Λύκειο και στο Πανεπιστήμιο· όχι το αντίστροφο, όπως έγινε τις περισσότερες φορές μέχρι σήμερα.
  • Τη διαμόρφωση σύγχρονων Αναλυτικών προγραμμάτων, που θα αντιμετωπίζουν ουσιαστικά την αναπλαισίωση της επιστημονικής γνώσης, ιδιαίτερα για τα παιδιά του Δημοτικού και του Γυμνασίου.
  • Την αποκατάσταση της τεχνικο-επαγγελματικής εκπαίδευσης στην ελληνική κοινωνία και την οργάνωσή της σε σύγχρονα πλαίσια.
  • Την αξιοποίηση των Τεχνών στην εκπαίδευση, οι οποίες θα διαπερνούν οριζόντια τα αναλυτικά προγράμματα, με στόχο την ανάπτυξη των οριζοντίων δεξιοτήτων.
  • Την πρόληψη, κυρίως, αλλά και την αντιμετώπιση των νέων ανισοτήτων, που δημιουργούνται εξαιτίας του ψηφιακού χάσματος -και όχι μόνο- σε ομάδες πληθυσμού όπως οι Ρομά, οι πρόσφυγες, κά.

Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε και σε πολλά άλλα ζητήματα που επιζητούν άμεσα λύσεις. Γι’ αυτό ο γιορτασμός των 200 χρόνων θα μπορούσε να είναι μια καλή ευκαιρία όχι μόνο να θυμηθούμε τα ηρωικά γεγονότα, αλλά αποδίδοντας τιμή σε αυτά, να αναδείξουμε τα θεμελιώδη, σύγχρονα θέματα και προβλήματα της κοινωνίας μας, όπως το περιβάλλον-κλιματική αλλαγή, την υγεία, τον πολιτισμό…… και βέβαια την εκπαίδευση, και να εργαστούμε πάνω σε αυτά.

Η αντιμετώπισή τους θα ήταν αυτή που θα έδινε ουσιαστικό νόημα και στην επέτειο του 1821 και θα απαντούσαμε και σε αυτό που «πρωτοζητήθηκε» για την εκπαίδευση την περίοδο 1821-1827: «Από το 1821 το γένος επιθυμεί μίαν εκπαίδευση που θα βοηθήσει να μεταβληθούν οι ραγιάδες σε πολίτες ενός ελεύθερου κράτους. Τις προσδοκίες του τις εξέφρασε με σαφήνεια στην περίοδο 1821-1827. Στα δέκα επόμενα χρόνια διαμορφώθηκε το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Από τότε και ύστερα, το αίτημα παρέμεινε το ίδιο: Να γυρίσουμε σε κείνο που πρωτοζητήθηκε, να αποκτήσουμε σχολεία, που να εκφράζουν το παρόν και να ετοιμάζουν για το μέλλον18».

Είναι κοινά αποδεκτό πια σήμερα ότι το σχολείο δεν μπορεί να αλλάξει την κοινωνία, όμως μπορεί να την επηρεάσει και μπορεί να την επηρεάζει περισσότερο όταν και οι άλλοι κοινωνικοί φορείς το επιτρέπουν. Η σχέση κοινωνίας-σχολείου είναι αμφίδρομη και είναι δυναμική.

Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποτελεί κοινωνιολογική φαντασία η ελπίδα ότι θα συναντηθούν και θα συνασπιστούν κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, που θα κάνουν πραγματικότητα αυτήν τη Μεταρρύθμιση, που θα απαντά στις ανάγκες του σημερινού σχολείου και θα τιμά όλους τους αγώνες, που ξεκίνησαν από το 1821 για μια δημοκρατική και σύγχρονη εκπαίδευση. Τα όνειρα των ανθρώπων -οι οραματισμοί, οι επιθυμίες, οι ουτοπίες, γράφει η Μ. Ηλιού19, δεν χρειάζονται εισαγωγικά. Τα όνειρα των ανθρώπων όχι μόνο μπορούν να πραγματοποιηθούν, αλλά είναι και τα ίδια -ως όνειρα- κοινωνικά γεγονότα, αντικείμενα κοινωνιολογικής ανάλυσης. Αποτελούν σκιαγραφήματα, προσχέδια, δοκιμές στο επίπεδο του φανταστικού, μιας δυνατής μελλοντικής πραγματικότητας και συγχρόνως ουσιαστικός συντελεστής της διαμόρφωσής της.

* Σοφία Καλογρίδη, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο


1 Κάτσικας & Θεριανός, Κ. (2007). Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης. Από την Ίδρυση του Ελληνικού Κράτους μέχρι το 2004. Αθήνα. Σαββάλας.
2Λουκοβίτη, Α. (2007). Συγκριτική μελέτη της εκπαιδευτικής πολιτικής του 19ου και του 20ου αιώνα στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. (Μεταπτυχιακή Διατριβή). Αθήνα. Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. σ.52.
3 Κοτρώτσου-Λόντου, Τ. (2004). Το Γλωσσικό ζήτημα. Επιστημονικό Βήμα, τ.3, 40-56.
4 Όπ. στο 1.
5 Δημαράς, Α. ( ). Η Μεταρρύθμιση που δεν έγινε. Τεκμήρια Ιστορίας. Τ Β΄, σ. 238.
6 Παπανούτσος, Ε. (1996 ). Αγώνες και Αγωνία για την Παιδεία. Αθήνα. Φιλιππότης. (σ. 280).
7 Μπουζάκης, Σ. (2006). Νεοελληνική Εκπαίδευση (1821-1998). Αθήνα. Gutenberg (σ. 105).
8 Χατζηστεφανίδης, Δ. Θ. (1990). Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης (1821-1986). Αθήνα. Παπαδήμας (σ. 300).
9 Οπ. παραπάνω, σ. 304.
10 Βουγιούκας, Α. (1986). Δοκίμια εκπαιδευτικού προβληματισμού. Αθήνα. Φελέκης.
11 Ηλιού, Μ. (1976). Εκπαιδευτική και Κοινωνική Δυναμική. Αθήνα. Πορεία. (σ.σ. 178-185).
12 Τη Μεταρρύθμιση του 1976 ψήφισαν η Ένωση Κέντρου και το ΚΚΕεσ. Καταψήφισαν το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ.
13 Πρακτικά της Βουλής, 5/04/1976, σ. 4019.
14 Όπ. στο 11, σ. 182.
15 Δημαράς, Α. (1979). Οι μηχανισμοί της αντιμεταρρύθμισης. Α΄ Συνέδριο Παιδείας της ΟΙΕΛΕ. Αθήνα. 25/11/1979.
16 Φραγκουδάκη, Α. (1990). Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση και Φιλελεύθεροι Διανοούμενοι. Αθήνα. Κέδρος. (σ.σ. 9-13).
17Papert, S. (1997). The Children’s Machine: Rethinking School in the Age of the Computer. New York. Basic Books.
18 Όπ. στο 18.
19 Όπως στο 11, σ.σ.200-201.

Efsyn.gr

Διαβάστε ακόμα

Ο ραδιοσταθμός της Ικαρίας με ζωντανό πρόγραμμαενημέρωσης και ψυχαγωγίας.

Editorial

απαραιτητα

©2023 ikariaki. All Right Reserved. Designed and Developed by Fekas Brothers & Digital Avenue